Στόχος η δημιουργία των φθηνών μαζικών σχολείων

 

Περιμένει σαν «μάννα εξ ουρανού» τη δραστική μείωση του μαθητικού πληθυσμού για να ξετυλίξει τον σχεδιασμό που κρατάει χρόνια στο «μούσκιο»: Στόχος η δημιουργία των φθηνών μαζικών σχολείων

Αν ο κίνδυνος εξαφάνισης δεκάδων Πανεπιστημιακών τμημάτων είναι πλέον ορατός δια γυμνού οφθαλμού, ένας άλλος κίνδυνος, ακόμη μεγαλύτερος είναι αθέατος καθώς το υπουργείο Παιδείας, προχωρώντας με μεθοδικότητα θέλει πρώτα να ξεμπερδεύει με την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και μετά να έρθει στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια.

Όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι το υπουργείο Παιδείας περιμένει σαν «μάννα εξ ουρανού» τη δραστική μείωση του μαθητικού πληθυσμού για να ξετυλίξει τον σχεδιασμό που κρατάει χρόνια στο «μούσκιο». Σχεδιασμό που αν υλοποιηθεί θα αλλάξει δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο.

Από την Έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011, το 3ο Μνημόνιο (του 2015), μέχρι και την Έκθεση Πισσαρίδη (2020) και τη νέα συμφωνία υπουργείου Παιδείας – ΟΟΣΑ (2024) φαίνεται καθαρά ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων είναι ένα από τα βασικά manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.

Τι ισχυρίζονται ο ΟΟΣΑ και η Έκθεση Πισσαρίδη: «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».

Και αφού καταλήγουν στη διάγνωση, μετά προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα δημοτικά σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια. Τι σημαίνει αυτό; Εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15-20% των σχολικών μονάδων. Η εμπειρία των συγχωνεύσεων της περιόδου Διαμαντοπούλου δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων συνδέονται εκτός των άλλων με την εξοικονόμηση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.

Η Έκθεση Πισσαρίδη ανακαλύπτει ότι το κόστος ανά ώρα επαφής δασκάλου/καθηγητή και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τους «ειδικούς» της Έκθεσης, (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους.

Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής – διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των Υπουργών Παιδείας της τελευταίας 15ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο έως την Κεραμέως) έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: «Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων, που θα επιτρέψει καλύτερη αξιοποίηση των πόρων και όλων των κατηγοριών του προσωπικού τους. Ακόμη «χρειάζονται επανεξέταση και οι σημερινές διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των σχολικών μονάδων θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και να παρουσιάζονται σε συγκριτική μορφή».

Είναι σαφές ότι η επιτροπή Πισσαρίδη δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να «πιλοτάρει» τις «εκπαιδευτικές» προτεραιότητες του κυβερνώντος κόμματος.

Η απογείωση της υπογεννητικότητας “βούτυρο στο ψωμί” των σχεδιασμών του ΥΠΑΙΘΑ

Η ανεργία, η εργασιακή ανασφάλεια και οι χαμηλοί μισθοί έχουν άμεσο αντίκτυπο στις γεννήσεις. Τη χρονιά που έφυγε (2023), η στατιστική θα καταγράψει λιγότερες από 73.000 γεννήσεις παιδιών στη χώρα, αριθμός που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση από το 1932, από τότε δηλαδή που η Ελληνική Στατιστική Αρχή άρχισε να δημοσιεύει τον ετήσιο αριθμό γεννήσεων.

Από το 1987 έως το 2007 οι γεννήσεις είχαν σταθεροποιηθεί ανάμεσα στις 100.000 και τις 110.000. Από το 2010 και μετά ξεκίνησε μια πτωτική τάση η οποία τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων απέκτησε ανησυχητικά μόνιμα χαρακτηριστικά.

Όπως γίνεται κατανοητό, οι γεννήσεις καθορίζουν και το μαθητικό πληθυσμό, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία των σχολείων. Η σημερινή πρώτη Δημοτικού, δηλαδή τα παιδιά του 2017 είναι 88.513. Τα επόμενα έξι χρόνια (2018 – 2023) , οι γεννήσεις έπεσαν ακόμα περισσότερο για να φτάσουν το 2023 στις 73.000. Με αυτή την τάση να ενισχύεται, σε μια πενταετία από τώρα θα δημιουργηθούν οι όροι για σαρωτικά κύματα συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολείων και απώλειας χιλιάδων οργανικών θέσεων, συγκέντρωση του μαθητικού πληθυσμού σε σχολικά κτίρια με χαρακτηριστικά τον μεγάλο αριθμό παιδιών, το ολοένα και πιο απρόσωπο και μαζικό πλαίσιο, περιβάλλον ιδανικό για την όξυνση της σχολικής βίας.

Τώρα πρέπει να μπει μπροστά η εκπαιδευτική κοινότητα, οι γονείς και οι μαθητές

Πρόκειται για μια εκπαιδευτική κρίση που χρόνια τώρα ταλανίζει την χώρα και την παιδεία μας, ωστόσο τώρα έχει αρχίσει να παίρνει κατακλυσμιαία χαρακτηριστικά. Η λέξη κρίση στα κινέζικα σημαίνει κίνδυνος και ευκαιρία. Ακριβώς αυτό πρέπει να προσέξει η εκπαιδευτική κοινότητα, οι ενώσεις γονέων και οι μαθητές.

Τώρα είναι ευκαιρία, πέρα από τα μέτρα που αντιμετωπίζουν την υπογεννητικότητα και την ερήμωση της υπαίθρου, τα εκπαιδευτικά σωματεία και οι ενώσεις γονέων να εντείνουν τον αγώνα τους για μείωση των μαθητών ανά τμήμα έτσι ώστε να “αναπνεύσουν” οι τάξεις και να γίνεται καλύτερα το μάθημα.

Γιατί αν δεν το κάνουν όσοι αναπνέουν την κιμωλία στην τάξη είναι σίγουρο ότι θα το κάνουν τα υπουργικά επιτελεία και η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική η οποία ονειρεύεται να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες μέσα από τη μείωση των προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών.

Πηγή: www.alfavita.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.